- νοσογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογραφία.επίρρ...νοσογραφικώςμε νοσογραφικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek